ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Παναγία «Άξιόν Εστι» ή Καριώτισσα
Παναγία Βηματάρισσα ή Κτητόρισσα
Παναγία Βουλκάνου
Παναγία Γλυκοφιλούσα
Παναγία ένθρονος Βρεφοκρατούσα
Παναγία η Αγία Σοφία
Παναγία «Η πάντων Χαρά»
Παναγία Φοβερά Προστασία
Παναγία Κουκουζέλισσα
Παναγία Μεσοπαντήτισσα
Παναγία Μεσοπαντήτισσα - BENETIA
Παναγία Νικοποιός
Παναγία Παλαιολογίνα ή Οδηγήτρια Παντάνασσα
Παναγία Παλαιολογίνα ή Οδηγήτρια Παντάνασσα
Παναγία της Βάτου
Παναγία Φανερωμένη
Παναγία Φιλέρημου
Παναγία Χρυσοβίτσα
Παναγία «Ω Πανύμνητε Μήτερ»
Υπεραγία Θεοτόκος «η Ωραιοτάτη»
Υπεραγία Θεοτόκος «η Ελεούσα»
Παναγία Φυλάτουσσα

 

Παναγία η Αγία Σοφία

Η ιερά εικόνα της Παναγίας της Αγίας Σοφίας (19 ος αι.), στον τύπο της εικόνος «Άξιον Εστί» του Ναού του Πρωτάτου στο Άγιον Όρος, φυλάσσεται στο Ναό της Αγίας Σοφίας Άρτας (1). Ο Ναός υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Άρτης.

(1) Από το βιβλίο των Βαρβάρας Ν. Παπαδοπούλου-Αγλαΐας Λ. Τσιάρα, Εικόνες της Άρτας κατά τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, ἐκδ. Ι. Μητροπόλεως Άρτης, Άρτα 2008, σελ. 347-348.

 

Παναγία «Άξιόν Εστι» ή Καριώτισσα

Η ιερά εικόνα της Παναγίας του «Άξιόν Εστιν» φύλασσεται στο ναό του Πρωτάτου του Αγίου Όρους στις Καρυές. Ο ναός αυτός εκτίσθηκε το 843 επεκτάθηκε από τον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη και αγιογραφήθηκε μετά τον 13 ο αι. από τον περίφημο αγιογράφο Εμμανουήλ Πανσέληνο.

Σύμφωνα με την παράδοση, κάποιος μοναχός, ο οποίος ζούσε κοντά στις Καρυές μ’ ένα νεαρό υποτακτικό, ἐφυγε ένα βράδυ από το κελλί, διότι έπρεπε να πάει στην εκκλησία του Πρωτάτου, για να συμμετάσχει σε μία αγρυπνία. Όταν ενύχτωσε ο δόκιμος, που έμεινε μόνος, άκουσε αργά το βράδυ να χτυπούν την πόρτα και ανοίγοντάς την είδε ένα γέροντα μοναχό, που εζητούσε φιλοξενία. Τα μεσάνυχτα, όταν ο άγνωστος γέροντας και ο δόκιμος άρχισαν να ψάλλουν «Την τιμιωτέραν», ο γέροντας πρόλαβε τον δόκιμο στο ψάλσιμό του, λέγοντας πριν το «Ἀξιόν εστιν» «μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και Μητέρα του Θεού ημών». Ο νεαρός δόκιμος άκουσε τον ύμνο αυτό για πρώτη φορά. Γι’ αυτό είπε στον άγνωστο γέροντα να του γράψει τα λόγια, για να υμνεί την Παναγία. Ο γέροντας εδέχθηκε και έγραψε τον ύμνο επάνω σε μία πέτρα, που έγινε μαλακή σαν κερί, και είπε στο νεαρό δόκιμο: «Από εδώ και πέρα έτσι εσείς και όλοι οι Ορθόδοξοι να ψάλετε αυτόν τον ύμνο». Ο γέροντας μοναχός, αφού είπε ότι τον έλεγαν Γαβριήλ, εξαφανίσθηκε.

Μόλις επέστρεψε ο γέροντας μοναχός, ο δόκιμος του έδειξε την πέτρα και έψαλε τόν ύμνο που είχε ακούσει. Ο γέροντας με την διάκρισή του διεπίστωσε αμέσως το θαυματουργικό γεγονός και έτρεξε να μεταφέρει το θαυμαστό αντικείμενο στους γέροντες του γειτονικού μοναστηριού. Έτσι, διαδόθηκε ότι ο μυστηριώδης άγνωστος μοναχός ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος είχε κατέβει από τον ουρανό, για να διδάξει έναν νέο ύμνο προς τιμήν της Υπεραγάις Θεοτόκου.

Η χαραγμένη πέτρα από τον αρχάγγελο Γαβριήλ απεστάλη στον πατριάρχη Κων/πόλεως Νικόλαο Χρυσοβέργη (984-996), ο οποίος ενέκρινε την εισαγωγή του αγγελικού αυτού ύμνου στον λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει, ότι το γεγονός αυτό είναι πολύ παλαιό και τούτο μαρτυρείται από τα Μηναία της Εκκλησίας, όπου στις 11 Ιουνίου αναγράφεται: «Τη αυτή ημέρα, η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν». Το γεγονός αυτό συνέβη το 982. Η ιερά εικόνα της Θεομήτορος είναι τύπου Ελεούσης ή Γλυκοφιλούσης και κρατά στα δεξιά της τον Ιησού Χριστό.

 

Παναγία της Βάτου

Η ιερή εικόνα της Παναγίας της Βάτου (Αγία Βάτος) φυλάσσεται στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο όρος Σινά και είναι έργο του μεγάλου αγιογράφου του 16 ου αιώνα Μιχαήλ Δαμασκηνού. Κατά την ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας η Αγία Βάτος προεικόνισε την Θεοτόκο, η οποία αν καί συνέλαβε στα σπλάγχνα της το πυρ της θεότητος δεν κατεκάη, αλλά γέννησε τον Κύριο και Θεάνθρωπο παραμένοντας Παρθένος. Η θέση της Βάτου συμπίπτει με εκείνη της Αγίας Τράπεζας του παρεκκλησίου της Αγίας Βάτου, η οποία δεν έχει θεμελιωθεί επάνω σε Άγια Λείψανα, αλλά στη ρίζα της Αγίας Βάτου. Το ίδιο το φυτό ακόμη σήμερα θάλλει, μεταφυτευμένο ανατολικότερα στον ανοικτό παρακείμενο χώρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το είδος της Βάτου αυτής είναι το μόνο που υπάρχει στην Σιναϊτική χερσόνησο. Το παρεκκλήσιο της Αγίας Βάτου, το τεταρτοσφαίριο της κόγχης του οποίου κοσμεί ψηφιδωτός Σταυρός του 10 ου αι., βρίσκεται πίσω ακριβώς από το Άγιο Βήμα του Καθολικού της Μονής, εορτάζει δε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Εδώ κάθε Σάββατο τελείται η Θεία Λειτουργία. Ακόμη και σήμερα ο προσκυνητής εισέρχεται στον Αγιότατο αυτό τόπο ανυπόδητος, σε ανάμνηση της εντολής προς τον Μωϋσή. Ο τόπος της Βάτου και σήμερα δεν διαφέρει από την περιγραφή της Αιθερίας, προσκυνήτριας του τέλους του 4 ου αιώνα από την Ισπανία, η οποία είχε επισκεφθεί αυτό τον τόπο.

 

Παναγία Βουλκάνου

Η Μονή Βουλκάνου, που τιμάται στο όνομα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, είναι κτισμένη στην κορφή του όρους Ιθώμη, εκεί που βρισκόταν στην αρχαιότητα το ιερό του Ιθωμάτα Δία, κοντά στην αρχαία Μεσσήνη. Κατά την παράδοση, η ίδρυσή της αποδίδεται σε μοναχούς που κατέφυγαν εκεί για να γλυτώσουν από τους εικονομάχους το 725, επί Λέοντος Γ΄ Ισαύρου (717-741). Η εικόνα της Θεοτόκου που έχει διασωθεί ως σήμερα και είναι θαυματουργή, φέρει την επιγραφή «η Οδηγήτρα επονομαζόμενη εν τω όρει Βουλκάνω» και αποδίδεται στον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά. Το 1625 οι μοναχοί, προφανώς λόγω των δυσχεριών πρόσβασης, ύδρευσης και διαμονής στην κορυφή του βουνού, αγόρασαν απο τον «πατέρα του Μεμεταγά Εφέντη» της Ανδρούσας μία μεγάλη επίπεδη τοποθεσία στη θέση ενός έρημου χωριού, κοντά σε μάνα του νερού, για να ιδρύσουν τη νέα Μονή Βουλκάνου. Η Μονή ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία της Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας.

 

Παναγία Βηματάρισσα ή Κτητόρισσα

Όταν κάποτε έγινε επιδρομή των Αράβων στην Μονή, ο ιεροδιάκονος και βηματάρης (επιμελητής του ιερού βήματος και, συνεπώς, υπεύθυνος για τα άγια λείψανα και λοιπά κειμήλια που φυλάσσονται εκεί) πρόλαβε και έκρυψε μέσα στο φρεάτιο της Αγίας Τράπεζας (αρχαϊκό χωνευτήρι) μία πολύτιμη εικόνα της Θεοτόκου και ένα Σταυρό, τοποθετώντας μπροστά τους μία αναμμένη λαμπάδα. Το μοναστήρι λεηλατήθηκε και οι μοναχοί οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στην Κρήτη, από όπου μετά εβδομήντα χρόνια ο επιζήσας ιεροδιάκονος απελευθερώθηκε και επέστρεψε στο μοναστήρι του. Εκεί βρήκε νέους, ἀγνωστους μοναχούς, που δεν ήξεραν τίποτα για κρυμμένα κειμήλια. Τότε άνοιξαν το φρεάτιο και βρήκαν την εικόνα και τον Σταυρό όρθια επάνω στο νερό, ενώ η λαμπάδα έκαιγε ακόμη. Η εικόνα αυτή ευρίσκεται στο σύθρονο του ιερού βήματος της Μονής Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους, λέγεται δε και «Κτιτόρισσα», ίσως από το γεγονός ότι η ανεύρεσή της σχετίζεται με την ανοικοδόμηση της μονής από τους τρεις αδελφούς και κτήτορες της Μονής, Αθανάσιο, Νικόλαο και Αντώνιο που εμόνσαν περί τα τέλη του 10 ου αιώνος.

 

Παναγία Γλυκοφιλούσα

Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας φυλάσσεται με ευλάβεια στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους, που έιναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Είναι μία από τις εικόνες που διασώθηκαν από την Εικονομαχία και μεταφέρθηκαν θαυματουργικά στον Άθω. Ήταν κτήμα της Βικτωρίας, ευσεβούς συζύγου του εικονομάχου συγκλητικού Συμεών, η οποία, για να μην την παραδώσει, την έριξε στη θαλάσσα κατά τους χρόνους του εικονομάχου αυτοκράτορος Θεοφίλου (829-842). Η εικόνα πλέοντας όρθια στα κύματα έφθασε στον αρσανά της Μονής Φιλοθέου, όπου παρελήφθηκε με μεγάλη τιμή και χαρά από τον ηγούμενο και τους πατέρες της μονής, που είχαν ειδοποιηθεί με αποκάλυψη της Θεοτόκου. Στο σημείο της ακτής, όπου απέθεσαν την εικόνα ανέβλυσε αγίασμα. Εκεί κάθε χρόνο τη Δευτέρα της Διακαινησίμου γίνεται λιτανεία και αγιασμός.

Η Μονή Φιλοθέου ιδρύθηκε στις αρχές του 10 ου αιώνα από τον μοναχό Φιλόθεο σε συνεργασία με τους ασκητές Αρσένιο και Διονύσιο, που ήσαν σύγχρονοι του Αθανασίου της Λαύρας κατά την τελευταία περίοδο της δραστηριότητάς του. Στά τέλη του 13 ου και αρχές 14 ου αιώνα ενισχύεται οικονομικά απο τους βυζαντινούς αυτοκράτορες και τους σέρβους ηγεμόνες. Στους μεταβυζαντινούς χρόνους, ηγεμόνες παραδουνάβιων περιοχών προσφέρουν στη Μονή σοβαρή οικονομική βοήθεια. Το 1871 η Μονή, με εξαίρεση το Καθολικό, που κτίσθηκε λίγο πριν από τα μέσα του 18 ου αιώνα και τοιχογραφήθηκε μετά, η τράπεζα και η βιβλιοθήκη έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς.

 

Παναγία ένθρονος Βρεφοκρατούσα

Η εγκαυστική Παναγία του Σινά πιστεύεται ότι ήταν δώρο του αυτοκράτορος Ιουστινιανού (483-565), ο οποίος ήταν κτήτορας της Μονής. Η Παναγία εικονίζεται με τον Χριστό στα γόνατά της, ένθρονη μεταξύ δύο στρατιωτικών Αγίων, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη. Πίσω από τον θρόνο, δύο Άγγελοι στρέφουν το κεφάλι προς το χέρι του Θεού, το οποίο στέλνει ακτίδες φωτός στην Θεοτόκο, η οποία απομακρύνεται, στην εικόνα, από την καθημερινή πραγματικότητα, όπως φαίνεται και από την κίνησή της.

 

Παναγία Κουκουζέλισσα

Μπροστά σε αυτήν την εικόνα τελούνταν από πολύ παλαιά στη Λαύρα η αγρυπνία του Σαββάτου του Ακάθιστου Ύμνου. Μετά το τέλος λοιπόν αυτής της αγρυπνίας και απέναντι από την εικόνα αυτή αποκοιμήθηκε ελαφρά στο στασίδι του ο κουρασμένος πρωτοψάλτης της Λαύρας και τέως αρχιμουσικός του παλατιού άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης, όταν είδε μπροστά του την Παναγία να του ανταποδίδει το «Χαίρε» και να του λέει: «Χαίρε Ιωάννη! Ψάλλε μου και εγώ δεν θα σε εγκαταλείψω!», ενώ συγχρόνως έβαζε στο χέρι του ένα χρυσό νόμισμα, το οποίο ξυπνώντας βρέθηκε πράγματι να κρατάει ο άγιος. Όταν αργότερα από την πολύωρη αγρυπνία και ορθοστασία, στις οποίες επιδόθηκε με ζήλο, προσβλήθηκαν τα πόδια του, η Θεοτόκος πάλι του εμφανίστηκε στο όνειρο και τον θεράπευσε. Η θαυματουργή αυτή εικόνα σήμερα βρίσκεται τοποθετημένη σε ξύλινο θρόνο μέσα στο ομώνυμο παρεκκλήσι αυτής.

 

Παναγία Μεσοπαντήτισσα

Η ιερά εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντητίσσης μετακομίσθηκε στην Κρήτη από την Κων/πολη κατά τους χρόνους της Εικονομαχίας, για να διασωθεί από την ασεβή μανία των εικονομάχων. Κατά την παράδοση έχει αγιογραφηθεί από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Κατά την περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη φυλασσόταν στον ναό του Αγίου Αποστόλου Τίτου στόν Χάνδακα (Ηράκλειο). Κάθε δε Τρίτη λιτανευόταν από τους ευλαβείς Χριστιανούς. Όταν ο Χάνδακας κυριεύθηκε από τους Αγαρηνούς, οι Ενετοί παρέλαβαν τη σεβάσμια εικόνα της Παναγίας και τη μετέφεραν στη Βενετία, όπου την εναπέθεσαν στο Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου των Χαιρετισμών. Εκεί φυλάσσεται μέχρι σήμερα. Αντίγραφο της ιεράς εικόνος ευρίσκεται στον ιερό Ναό του Αποστόλου Τίτου, στο Ηράκλειο, όπου τελείται και η εορτή της συνάξεως στις 12 Ιανουαρίου. Ο Ναός ανήκει στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης.

 

Παναγία Νικοποιός

Η πολύτιμη αυτή εικόνα της Θεοτόκου με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά της, που την πήραν οι Βενετσιάνοι μαζί με άλλους θησαυρούς το 1204, κατά την Δ΄ Σταυροφορία, είναι έργο προγενέστερο του 10 ου αιώνος και φυλασσόταν στο αυτοκρατορικό παλάτι της Κων/πόλεως. Σήμερα φυλάσσεται στον Άγιο Μάρκο Βενετίας. Η ιστορία της Νικοποιού αρχίζει από τον 5 ο αιώνα και μετά. Στην Κων/πολη εθεωρείτο προστάτιδα της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα τοτυ στρατού.

 

Παναγία Παλαιολογίνα ή Οδηγήτρια Παντάνασσα

Η θαυματουργή εικόνα βρίσκεται στο Καθολικό της Ιεράς Μονής του Αγίου Γρηγορίου στο Άγιο Όρος. Είναι πιθανόν αρχαιότερη του 12 ου αιώνος, οι δε διαστάσεις αυτής είναι 0,40Χ0,32. Στην αργυρή επένδυση της εικόνας είναι επικεκολημμένη μικρή χρυσή πλάκα επί της οποίας έχει χαραχθεί η εξής επιγραφή: «Δέησις της ευσεβεστάτης κυρά Μαρίας Ασανήνας Παλεολογήνας, κυρά της Μολδοβλαχίας». Η παράδοση αποδίδει πολλά θαύματα στην εικόνα, ενώ πολλά περί αυτής αφηγούνται οι παλαιότεροι των επιζώντων Πατέρων της Μονής. Κατά την πυρκαγιά του 1761, όταν ολόκληρος ο ναός έγινε παρανάλωμα του πυρός και δεν διασώθηκε τίποτε, η εικόνα έμεινε άθικτη στη θέση που ήταν τοποθετημένη και εξακολουθεί και στις ημέρες μας να βρίσκεται.

 

Παναγία «Η πάντων Χαρά»

Ανάμεσα στα ιερά κειμήλια της Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου περιλαμβάνεται και η θαυματουργική εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου «Η Πάντων Χαρά». Η παράδοση αναφέρει ότι η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Λασκαρίνα (†1239), περνώντας με τον στόλο της από τη Ζάκυνθο, σταμάτησε στη νήσο των Στροφάδων και προσευχήθηκε στη Θεοτόκο να θεραπεύσει την αδελφή της. Η Θεοτόκος έκανε το θαύμα της και η αυτοκράτειρα στο ταξίδι της επιστροφής πέρασε από το νησί, ανάγγειλε το θαύμα στους Μοναχούς και τους υποσχέθηκε να τους βοηθήσει σε ό,τι ήθελαν. Εκείνοι της ζήτησαν να τους κτίσει το Μοναστήρι σε μορφή φρουρίου, για να προφυλάσσονται από τις επιδρομές των πειρατών. Η Ειρήνη εκπλήρωσε την ευσεβή επιθυμία των Μοναχών, οι οποίοι ευχαρίστησαν την Παναγία και θέλοντας να εκφράσουν την χαρά που τους έδωσε την ονόμασαν «Η Πάντων Χαρά».

 

Παναγία Φανερωμένη

Το όνομά της «Φανερωμένη», μάς φέρνει σε αλησμόνητους τόπους και μας γυρνά πίσω στον χρόνο, στην αγιασμένη γη της Μικράς Ασίας, στους πρόποδες του όρους Διδύμου, λίγα χιλόμετρα έξω από την Κύζικο, κατά τον 12 ο αιώνα. Εκεί, κατά την παράδοση, ανακαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο, ανάμεσα στους θάμνους στον τόπο του ναού της αρχαίας θεάς Κυβέλης, η ιερά και σεβάσμια εικόνα της Θεοτόκου, την οποία οι κάτοικοι της Κυζίκου ονόμασαν Φανερωμένη.

Στον τόπο της ευρέσεως της ιεράς εικόνος, μάλιστα, ανήγειραν ομώνυμη Ιερά Μονή της «Παναγίας της Φανερωμένης», όπου και φυλασσοταν η ιερά εικόνα μέχρι το έτος 1922, οπότε οι κάτοικοι της Κυζίκου αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να αναζητήσουν νέα πατρίδα. Φεύγοντας από τον τόπο τους, πρώτο από όλους τους πολύτιμους θησαυρούς τους πήραν την ιερά εικόνα της Φανερωμένης. Πορευόμενοι οι Αρτακινοί προς την Ελλάδα, διήλθαν από την Κων/ πολη. Εκεί, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο έλαβε γνώση της παρουσίας της ιεράς εικόνος στην Πόλη, την παρέλαβαν κληρικοί του με τις πρέπουσες τιμές και την εναπέθεσαν στον Πάνσεπτο πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα.

 

Παναγία Φοβερά Προστασία

Η θαυματουργός και εφέστιος εικόνα της Παναγίας «Φοβερά Προστασία» της ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου είναι του 14 ου αιώνα και προέρχεται από την Κων/πολη. Η παράδοση αναφέρει ως πρώτο θαύμα της τη διάσωση της Μονής από Καταλανούς πειρατές. Το χαρακτηριστικό της εικόνας είναι ότι ο Χριστός στρέφεται προς τον άγγελο που κρατά τα σύμβολα του Πάθους, ενώ κρατά σφιχτά με τα δύο του χέρια το χέρι της Μητέρας του. Η έκφραση της Παναγίας είναι γεμάτη από γαλήνιο πόνο και μητρική στοργή. Η Φοβερά Προστασία τιμάται την Τρίτη του Πάσχα και λιτανεύεται σε μεγάλη ακτίνα μέχρι τον ναό του Πρωτάτου.

 

Παναγία Φυλάτουσσα

Η ιερά εικόνα της Παναγίας Φυλάτουσσας (1383-1384) φυλάσσεται στη Μονή Αγίου Παύλου στο Άγιον Όρος.

 

Παναγία του Χάρου

Περί το 1600 μοναχοί από την ιερά Μονή της Πάτμου φτάνουν στους Λειψούς της Δωδεκανήσου και χτίζουν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το Χωριό το εξωμονάστηρο «Παναγία του Χάρου». Ο ναός είναι τρισυπόστατος, χτισμένος σε βυζαντινό ρυθμό. Στο πέρασμα του χρόνου η εκκλησία έμεινε ανέπαφη, ενώ τα κελλιά των μοναχών ερημώθηκαν. Το ιερό κειμήλιο της Μονής, η πρωτότυπη, θαυματουργική εικόνα της Παναγίας του Χάρου έμεινε ανέπαφη. Πρωτοτυπία της εικόνος αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτή η Παρθένος Μαρία αναπαρίσταται να κρατά τον Χριστό όχι ως βρέφος, αλλά κρεμάμενο στο Σταυρό του μαρτυρίου. Και επειδή οι έννοιες νεκρός και Χάρος σχετίζονται, η εικόνα και γενικότερα η εκκλησία, ονομάστηκε «Παναγία του Χάρου». Πλήθος προσκυνητών προσέρχονται στις 23 Αυγούστου για να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα, για την οποία παραδίδεται το εξής περιστατικό:

Τον Απρίλιο του 1943 μια ευσεβής κοπέλα τοποθέτησε μπροστά από την εικόνα άσπρους κρίνους. Αυτοί ξεράθηκαν, όπως ήταν φυσικό. Εντούτοις, ξαφνικά τον Ιούλιο οι αποξηραμένοι κρίνοι άρχισαν παραδόξως να αποκτούν χυμούς και μάλιστα όσο πλησίαζε η εορτή της 23 ης Αυγούστου έφτασαν να βγάζουν μπουμπούκια μέχρι την ημέρα της πανηγύρεως. Το θαύμα αυτό πραγματοποιείται από τότε μέχρι τις ημέρες μας, είναι η ευλογία της Παναγίας του Χάρου για κάθε προσκυνητή, αλλά συγχρόνως και «σημείον αντιλεγόμενον» για τους απίστους που, ενώ «θέτουν τό δάκτυλον επί τον τύπον» των κρίνων, πασχίζουν να το εξηγήσουν με λογικοφανείς ερμηνείες, γεννημένες από τις ιδεοληψίες τους.

 

Παναγία Χρυσοβίτσα

Η ιερά εικόνα της Παναγίας Χρυσοβίτσας, στον τύπο της Οδηγήτριας, φυλάσσεται στο Ναό της Παρηγορήτισσας Άρτας (1). Η επωνυμία μάλλον παραπέμπει στην εικόνα της Παναγίας «Χρυσοβίτζης» (2), που υπήρχε παλαιά στον ομώνυμο οικισμό της επαρχάις Μετσόβου και εθεωρείτο έργο του Ευαγγελιστού Λουκά (3). Η εικόνα αγιογραφήθηκε από τον Πέτρο Γεωργιάδη, το 1852, πρωτοψάλτη της Ι. Μητροπόλεως Ιωαννίνων. Ο Ναός της Παρηγορήτισσας υπάγεται στην Ι. Μητρόπολη Άρτης.

 

(1) Από το βιβλίο των Βαρβάρας Ν. Παπαδοπούλου-Αγλα ΐ ας Λ. Τσιάρα, Εικόνες της Άρτας κατά τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Άρτης, Άρτα 2008, σελ. 350-351.

(2) Η Μονή της Παναγίας ιδρύθηκε σύμφωνα με πληροφορίες στα 1486 και ανακαινίσθηκε το 1781. Σήμερα λειτουργεί ως ενοριακός ναός.

(3) Για την παράδοση αυτή γράφει σχετικά ο Μητροπολίτης Παραμυθίας και Βουθρωτού Παΐσιος. Βλ. «Παϊσίου Δημάρου, Επισκόπου Παραμυθίας κλαι Βουθρωτού, Περιγραφή της Αγίας Εικόνος της Χρυσοβίτζης», Νέος Ελληνομνήμων 6 (1909), σελ. 52-67.

 

Παναγία «Ω Πανύμνητε Μήτερ»

Η ιερά εικόνα της Παναγίας «Ω Πανύμνητε Μήτερ» ονομάζεται έτσι από τον τελευταίο 24 ο Οἰκο του Ακαθίστου Ύμνου, στον οποίο αναφέρεται: Ω Πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα των πάντων Αγίων αγιώτατον Λόγον...». Η εικόνα ομοιάζει με αυτήν της Παναγίας της επιλεγομένης «Αραβικής» (1) και της Παναγίας «Του Αλατομήτου Όρους» (2). Εορτάζεται στις 6 Οκτωβρίου και φυλάσσεται στον ομώνυμο ναό του Σμολένσκ της Ρωσίας, στον οποίο μεταφέρθηκε, στις 15 Ιουλίου 1866 από τον Επίσκοπο Αντώνιο του Σταρίτσκ.

 

Υπεραγία Θεοτόκος «η Ωραιοτάτη»

Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Ωραιότατης φυλάσσεται με ευλάβεια στην ιερά Μονή Βλοχού Τριχωνίδος. Η Ακρόπολη του Βλοχού και η περιοχή των Θεστιέων στην καρδιά του «Μεγάλου Αιτωλικού πεδίου», είναι ο τόπος που από τα προϊστορικά χρόνια κατοικούσαν οι Θεστιείς. Οι Θεστιείς ανήκουν στους Κουρήτες, πρωτοελληνικό φύλο της Μυκηναϊκής εποχής, που εγκαταστάθηκαν στην Αιτωλία πριν την εγκατάσταση των Αιτωλών. Ο ιστορικός Έφορος επιβεβαιώνει την άποψη αυτή, ότι οι Κουρήτες κατείχαν «εξ αρχής άπασαν την χωράν» (Αιτωλία), και ότι όταν έφθασε ο Αιτωλός από την Ήλιδα, ανάγκασε τους Κουρήτες να υποχωρήσουν μέχρι την Πλευρώνα. Κατά τον Παπαρηγόπουλο οι Κουρήτες μαζί με τους Πελασγούς ήταν συγγενείς με τους Έλληνες. Δεν είχαν χαρακτήρα ηρωικό και μάχιμο, αλλά ζούσαν ζωή ειρηνική και γεωργική. Κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη δημιούργησαν τις πρώτες πολιτισμένες κοινω­νίες.

Και ενώ ο Χριστιανισμός διαδίδεται και στην Αιτωλία με ειρηνικό τρόπο, βάρβαρα στίφη των Γότθων, γύρω στον 3ο αιώνα μ.Χ., καταστρέφουν την πόλη και τους θησαυρούς της. Όμως κατά τα βυζαντινά χρόνια εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος για την ένδοξη Ακρόπολη των Θεστιέων. Ο ιστορικός αυτός τόπος γίνεται ο θρόνος της Παναγίας, προστάτιδας και βοηθού όλων και προ πάντων των πονεμένων γυναικών από τη λοχεία και τον τοκετό. Γίνεται η Παναγία η Βλοχαΐτισσα (Εύλοχος-Ευλοχεία). Η Παναγιά γίνεται η λοχεύτρια (Εύλοχος, Βλοχαΐτισσα), η πνευματική μητέρα και τροφός που αναγέννησε τις ψυχές διδασκάλων του Γένους στα χρόνια της δουλείας και ο Βλοχός η πνευματική κλίνη, όπου τελεσιουργήθηκε ο ανεπανάληπτος πνευμα­τικός τοκετός τους (1).

Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βλοχού ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας και πανηγυρίζει στις 15 και 23 Αυγούστου.

(1) Βλ. την αξιόλογη μελέτη του καθηγητού Φωτίου Παπασαλούρου: «Βλοχός, η Ακρό­πολη των Θεστιέων, από τον μύϋο στην ιστορία».

 

Παναγία Φιλέρημου

Η εικόνα της Παναγίας της Φιλέρημου, είναι ένα από τα σημαντικά χριστιανικά κειμήλια. Θεωρήθηκε ότι είναι έργο του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά, αλλά η ιστορία της εικόνας φαίνεται να ξεκινά από τον 11 ο αι. Το πρόσωπο της Παναγίας είναι ζωγραφισμένο στον καμβά, που έπειτα εφαρμόστηκε στην ξύλινη επιφάνεια. Πολλοί πιστεύουν ότι η εικόνα προέρχεται από την Ιερουσαλήμ. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μέλη του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου την έφεραν στη Ρόδο, το έτος 1000, όπου αργότερα πήρε και το προσωνύμιο από το λόφο Φιλέρημο, στον οποίο εφιλοξενήθη, και έγινε η προστάτιδα του νησιού. Αλλοι λένε ότι το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη την βρήκε ήδη στο νησί, μετά από την κατάκτησή του το έτος 1309, και ότι οι κάτοικοι την είχαν ήδη καθιερώσει ως προστάτιδά τους. Αν και μετακινήθηκε αρκετές φορές, η εικόνα έμεινε στην Ρόδο μέχρι το 1523. Προφορικές παραδόσεις αλλά και ιστορικά γεγονότα λένε ότι υπερασπίσθηκε το νησί της Ρόδου από τις πολυάριθμες τουρκικές επιθέσεις. Μετά από τη μεγάλη επίθεση και την τελική πτώση της Ρόδου σύμφωνα με τουρκικές πηγές, το 1522, ο νέος κυβερνήτης Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, εντυπωσιασμένος από το θάρρος των Ιπποτών, τους επέτρεψε να πάρουν φεύγοντας μαζί τους όλα τα κειμήλια και τα λατρευτικά τους αντικείμενα. Έτσι λοιπόν η εικόνα ξεκίνησε την μεγάλη της πορεία στην ιστορία. Αρχικά προς την Ιταλία όπου έμεινε εκεί από το 1523-1527, έπειτα προς τη Γαλλία από το 1527 - 1530. Οταν οι ιππότες πέτυχαν συμφωνία με τον Ισπανό Βασιλιά Κάρολο ΣΤ΄, η εικόνα μεταφέρθηκε στο νησί της Μάλτας. Αρχικά στον Ιερό Ναό του Σαν Λορέντζο (1530 - 1571), και έπειτα στο Λα Βαλέτα, στην εκκλησία της Παναγίας della Vittoria (1571 - 1578) και τον Καθεδρικό Ναό του Σαν Τζιοβάνι (1578 - 1798). Οταν ο Μέγας Ναπολέων κατέλαβε τη Μάλτα το 1798, κατα τις επιθέσεις των ληστών στα παλάτια και τις εκκλησίες, αφαιρέθηκε από την εικόνα το κάλυμμά της. Η εικόνα ταξίδεψε μέσω της Τεργέστης και έφθασε στη Ρωσία, όπου ο Τσάρος Παύλος ο Α' την υποδέχθηκε με τιμές. Κατόπιν στην εικόνα τοποθετήθηκε ένα νέο χρυσό κάλυμμα, που διακοσμήθηκε πρόσθετα με τα ακριβότερα κοσμήματα όπως διαμάντια, ρουμπίνια και ζαφείρια. Η εικόνα έμεινε στη Ρωσία, μέχρι την επανάσταση του 1917, όταν την έκρυψαν στη Μόσχα, την Αγία Πετρούπολη, και έπειτα μέσω της Εσθονίας, το 1919 την μετέφεραν στην Κοπεγχάγη (Villa Di Vidor), για να την δώσουν έπειτα στη Μαρία Φιοντόροβνα, μητέρα της Βασίλισσας της Ρωσσίας, η οποία κατόρθωσε να μεταβεί στη Δανία το 1917 μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η εικόνα έμεινε εκεί από το 1919 έως το 1928. Με διαταγή της Μαρίας Φιοντόροβνα, στον δρόμο προς το Βελιγράδι, ή σύμφωνα με μερικές υποθέσεις, στον δρόμο προς την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος, στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Ορους, και το ιερό κειμήλιο μετακινήθηκε σύντομα προς τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στο Βερολίνο, όπου έμεινε από το 1928 έως το 1929. Η Βασιλική Οικογένεια Καραγεώργεβιτς κράτησε την εικόνα στο παλάτι αυτής στο Βελιγράδι από το 1929 έως το 1941. Μετά από το βομβαρδισμό του Βελιγραδιού στις 6 Απριλίου 1941, η Παναγία μεταφέρθηκε στο μοναστήρι Οστρόγκ, και παρέμεινε εκεί έως το 1952. Κατόπιν η κυβέρνηση του Μαυροβουνίου την τοποθέτησε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Το 1978 η κυβέρνηση παρέδωσε την εικόνα στο μουσείο του Cetinje και από το 2002, η θαυμαστή εικόνα της Παναγίας της Φιλερήμου, παραμένει στο Μπλε Παρεκκλήσι του Εθνικού Μουσείου του Μαυροβουνίου.